- προσεκτικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού προσεκτικού, η περίσκεψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. προσεκτικότης, μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… … Dictionary of Greek
επιφυλακτικότητα — η 1. προσεκτικότητα, διστακτικότητα. 2. περίσκεψη, σύνεση, συντηρητικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)